ακρόαση

ακρόαση
[акроаси] ουσ. θ. внимательно слушать, придавать, значение, аудиенция, интервью, (о враче) выслушивание,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακρόαση" в других словарях:

  • ακρόαση — η 1. το να ακούει κανείς με προσοχή: Μετά την ακρόαση του Ευαγγελίου ακολούθησε το κήρυγμα. 2. το να γίνεται κανείς δεκτός και να ακούεται από επίσημα πρόσωπα: Ζήτησα ακρόαση από τον πρύτανη. 3. (ιατρ.), η εξέταση από το γιατρό του αρρώστου με το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ακροαστικός — ή, ό [ακρόαση] 1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση 2. ο κατάλληλος για ακρόαση, κυρίως τα κατάλληλα για ακρόαση σημεία τού σώματος κατά την ιατρική εξέταση 3. το ουδ. ως ουσ. τα ακροαστικά 4. Ιατρ. στην ιατρική ζαργκόν* λέγεται κατά παράλειψη… …   Dictionary of Greek

  • στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • παρακρόασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [παρακροώμαι] μσν. ακρόαση αρχ. 1. επιπόλαιη, εσφαλμένη ακρόαση 2. απείθεια, ανυπακοή …   Dictionary of Greek

  • σιλέντιον — και σελέντιον, τὸ, ΜΑ (μσν) 1. το μυστικό συμβούλιο τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων 2. αυτοκρατορική ακρόαση, ακρόαση από τον αυτοκράτορα (αρχ. μτφ.) η μεταμόρφωση τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. silentium «σιωπή, ησυχία»] …   Dictionary of Greek

  • στηθοσκόπιο — (Ιατρ.). Ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση της καρδιάς, του θώρακα και περιοχών του σώματος, όπου δεν εφαρμόζει καλά το αυτί (υπερκλείδιοι βόθροι, μασχαλιαία κοιλότητα κ.ά.). Στην απλούστερή του μορφή πρόκειται για έναν κοίλο… …   Dictionary of Greek

  • τηλεακρόαση — η, Ν ιατρ. η ακρόαση τών ήχων τής καρδιάς από απόσταση με τη χρήση ειδικών συσκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + ακρόαση] …   Dictionary of Greek

  • ακροαματικός — ή, ό 1. αυτός που προορίζεται για ακρόαση: Παρουσίασε μονάχα το ακροαματικό μέρος του έργου. 2. αυτός που γίνεται με την ακρόαση: Από την ακροαματική διαδικασία δεν αποδείχτηκε η ενοχή του κατηγορουμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»